ηλεκτροσπασμοθεραπεία

ηλεκτροσπασμοθεραπεία
η
ιατρ. θεραπεία ορισμένων ψυχικών παθήσεων με ηλεκτροσόκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. electroshock therapy < electroshock < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + shock «κλονισμός» + therapy (πρβλ. θεραπεία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”